Ήταν μια εποχή μεγάλης και υψηλής έξαρσης. Η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, ο πόλεμος είχε ξεσπάσει και μέσα σε κάθε στήθος φλεγόταν η ιερή φωτιά του πατριωτισμού· τα τύμπανα ηχούσαν, οι μπάντες έπαιζαν, τα παιδικά πιστόλια κροτούσαν, τα δεμένα πυροτεχνήματα σφύριζαν και τσιτσίριζαν· παντού και μέχρι μακριά, στο βάθος, πάνω από τις στέγες και τα μπαλκόνια που απομακρύνονταν και ξεθώριαζαν, κυμάτιζε ένας κυκεώνας σημαιών στον ήλιο· καθημερινά οι νεαροί εθελοντές παρήλαυναν στη φαρδιά λεωφόρο, χαρούμενοι και περήφανοι με τις καινούργιες στολές τους, ενώ πατέρες, μάνες, αδερφές και αγαπημένες τους ζητωκραύγαζαν, με τις φωνές να πνίγονται από χαρούμενη συγκίνηση καθώς περνούσαν· κάθε βράδυ, οι μαζικές συγκεντρώσεις, γεμάτες κόσμο, άκουγαν λαχανιασμένες τους πατριωτικούς λόγους που συγκινούσαν τα βάθη της καρδιάς τους, και τους διέκοπταν ανά σύντομα διαστήματα με καταιγιστικά χειροκροτήματα, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά τους· στις εκκλησίες, οι πάστορες κήρυτταν αφοσίωση στη σημαία και στην πατρίδα, και επικαλούνταν τον Θεό των Μαχών, ικετεύοντάς Τον να συνδράμει τον δίκαιο σκοπό μας, μ’ έναν φλογερό λόγο που συγκινούσε κάθε ακροατή.
Πράγματι, ήταν καιρός χαράς και χάρης, και οι μισή ντουζίνα θαρραλέων πνευμάτων που τόλμησαν να αποδοκιμάσουν τον πόλεμο ή να αμφισβητήσουν τη δικαιοσύνη του, δέχτηκαν αμέσως τόσο αυστηρή και οργισμένη προειδοποίηση, ώστε, για τη δική τους ασφάλεια, γρήγορα αποσύρθηκαν από τη δημόσια θέα και δεν ξανατόλμησαν να μιλήσουν με αυτόν τον τρόπο.
Ήρθε το πρωί της Κυριακής — την επόμενη μέρα τα τάγματα θα έφευγαν για το μέτωπο· η εκκλησία ήταν κατάμεστη· οι εθελοντές βρίσκονταν εκεί, τα νεανικά τους πρόσωπα φωτισμένα από πολεμικά όνειρα — οράματα της αμείλικτης προέλασης, της ορμητικής φόρας, της εκρηκτικής επίθεσης, των αστραφτερών ξιφών, της φυγής του εχθρού, του αναβρασμού, του καπνού που τους τύλιγε, της λυσσαλέας καταδίωξης, της παράδοσης! — ύστερα, η επιστροφή από τον πόλεμο, ηλιοκαμένοι ήρωες, καλοδεχούμενοι, λατρεμένοι, βυθισμένοι σε χρυσές θάλασσες δόξας! Μαζί με τους εθελοντές ήταν οι δικοί τους άνθρωποι, περήφανοι, ευτυχισμένοι, πλημμυρισμένοι από ένθερμο θαυμασμό. Η ακολουθία προχώρησε· διαβάστηκε ένα πολεμικό κεφάλαιο από την Παλαιά Διαθήκη· ειπώθηκε η πρώτη προσευχή· ακολούθησε ένας βρυχηθμός του εκκλησιαστικού οργάνου που έκανε το κτίριο να σείεται, και με μία κοινή παρόρμηση η εκκλησία σηκώθηκε όρθια, με μάτια φλογισμένα, με καρδιές που χτυπούσαν δυνατά, και ανέβλυσε αυτή η επιβλητική επίκληση:
Θεέ παντοτρομερέ! Εσύ που διατάζεις!
Αστραποβρόντησε με τη σάλπιγγά σου και τη ρομφαία σου!
Ύστερα ήρθε η «μακρά» προσευχή. Κανείς δεν θυμόταν κάτι παρόμοιο σε παθιασμένη δέηση, συγκινησιακή φόρτιση και όμορφη γλώσσα. Η ουσία αυτής της δέησης ήταν να φυλάξει ένας Πατέρας πάντοτε ελεήμων και ευεργετικός όλους εμάς και ιδιαίτερα τους γενναίους νέους στρατιώτες μας, να τους βοηθήσει, να τους παρηγορήσει και να τους ενθαρρύνει στον πατριωτικό τους σκοπό· να τους ευλογήσει, να τους προφυλάξει την ημέρα της μάχης και την ώρα του κινδύνου, να τους κρατήσει στο ισχυρό Του χέρι, να τους κάνει δυνατούς και βέβαιους, ανίκητους στη φονική σύγκρουση· να τους βοηθήσει να συντρίψουν τον εχθρό, και να χαρίσει σ’ αυτούς και στη σημαία τους και στη χώρα τους άφθαρτη τιμή και δόξα—
Ένας ηλικιωμένος ξένος μπήκε μέσα και προχώρησε αργά και αθόρυβα στον κεντρικό διάδρομο, με τα μάτια καρφωμένα στον ιερέα, το ψηλό του ανάστημα τυλιγμένο σ’ ένα ένδυμα που έφτανε μέχρι τα πόδια του, το κεφάλι ακάλυπτο, με άσπρα μαλλιά που κυλούσαν σαν αφρισμένος καταρράκτης στους ώμους του, το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του αφύσικα χλωμό, χλωμό ως το απόκοσμο. Ενώ όλα τα βλέμματα τον κοίταζαν με έκπληξη, εκείνος προχώρησε σιωπηλός· χωρίς να σταματήσει, ανέβηκε δίπλα στον κήρυκα και στάθηκε εκεί. Με κλειστά μάτια, ανυποψίαστος για την παρουσία του, ο κήρυκας συνέχισε τη συγκινητική του προσευχή, μέχρι που τελικά την ολοκλήρωσε με τα λόγια, που εξέφραζαν έντονη ικεσία: «Ευλόγησε τα όπλα μας, χάρισέ μας τη νίκη, ω Κύριε Θεέ μας, Πατέρα και Προστάτη της πατρίδας και της σημαίας μας!»
Ο ξένος άγγιξε το χέρι του, του έκανε νόημα να παραμερίσει — πράγμα που ο σαστισμένος ιερέας έκανε — και πήρε τη θέση του. Για μερικές στιγμές περιέτρεξε με το βλέμμα του το υπνωτισμένο ποίμνιο, με ένα σοβαρό ύφος, μέσα στο οποίο έλαμπε μια παράξενη φλόγα· κατόπιν είπε με βαθιά φωνή:
«Έρχομαι από τον Θρόνο — φέροντας ένα μήνυμα από τον Παντοδύναμο Θεό!» Τα λόγια αυτά χτύπησαν το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρικό ρεύμα· αν ο ξένος το κατάλαβε, δεν το έδειξε. «Άκουσε την προσευχή του υπηρέτη Του, του ποιμένα σας, και θα την εκπληρώσει, αν αυτό είναι το θέλημά σας, αφού όμως εγώ, ο αγγελιοφόρος Του, σας εξηγήσω τη σημασία της — δηλαδή ολόκληρη τη σημασία της. Διότι μοιάζει με πολλές από τις προσευχές των ανθρώπων, με την έννοια ότι ζητάει περισσότερα από όσα ο προσευχόμενος συνειδητοποιεί — εκτός κι αν σταθεί και σκεφτεί.
»Ο υπηρέτης του Θεού, που είναι και δικός σας υπηρέτης, είπε την προσευχή του. Στάθηκε να τη συλλογιστεί; Είναι μόνο μία προσευχή; Όχι, είναι δύο — η μία ειπωμένη, η άλλη ανείπωτη. Και οι δύο έφτασαν στα αυτιά Εκείνου που ακούει όλες τις δεήσεις, τις εκφρασμένες και τις βουβές. Σκεφτείτε το — κρατήστε το στο νου σας. Αν ικετεύετε για μια ευλογία για τον εαυτό σας, προσέξτε! Μήπως άθελά σας καλείτε και μια κατάρα πάνω στον διπλανό σας την ίδια στιγμή. Αν προσεύχεστε για βροχή στα σπαρτά σας που τη χρειάζονται, τότε ίσως προσεύχεστε να καταστραφεί ο κάμπος του γείτονά σας από ξηρασία. Ακούσατε την προσευχή του υπηρέτη σας — το ειπωμένο μέρος της. Εγώ απεστάλην από τον Θεό για να δώσω φωνή στο άλλο μέρος της — εκείνο που ο κήρυκας — και εσείς επίσης, μέσα στις καρδιές σας — προσευχηθήκατε με θέρμη σιωπηρά. Και εν αγνοία, χωρίς σκέψη; Ο Θεός είθε να το επιτρέψει! Ακούσατε αυτές τις λέξεις: “Χάρισέ μας τη νίκη, ω Κύριε Θεέ μας!” Αυτό αρκεί. Το ανείπωτο μέρος της προσευχής είναι το εξής: “Ω Κύριε Θεέ μας, βοήθησέ μας να ξεσκίσουμε τους στρατιώτες τους σε ματωμένα κομμάτια με τα βλήματά μας· βοήθησέ μας να καλύψουμε τα χαμογελαστά τους χωράφια με τα χλωμά σώματα των πεσόντων τους πατριωτών· βοήθησέ μας να πνίξουμε τον βρόντο των κανονιών στα ουρλιαχτά των τραυματιών τους, που σφαδάζουν από τον πόνο· βοήθησέ μας να ερημώσουμε τα ταπεινά τους σπίτια με έναν τυφώνα φωτιάς· βοήθησέ μας να τσακίσουμε τις καρδιές των αθώων χηρών τους με μία θλίψη που δεν παρηγορείται· βοήθησέ μας να τους βγάλουμε από τα σπίτια τους μαζί με τα μικρά παιδιά τους, να περιπλανιούνται απροστάτευτοι στην ερημωμένη γη τους, ντυμένοι με κουρέλια, πεινασμένοι και διψασμένοι, εκτεθειμένοι στη φλογερή κάψα του καλοκαιρινού ήλιου και στους παγωμένους ανέμους του χειμώνα, καταβεβλημένοι στο πνεύμα, εξουθενωμένοι από τις κακουχίες, ικετεύοντάς Σε για ανάπαυση στον τάφο, μα χωρίς να τη βρίσκουν — για χάρη μας που Σε λατρεύουμε, Κύριε, αφάνισε την ελπίδα τους, ρήμαξε τις ζωές τους, παρέτεινε την πικρή τους περιπλάνηση, βάρυνε τα βήματά τους, πότισε τον δρόμο τους με τα δάκρυά τους, μάτωσε το λευκό χιόνι με το αίμα των πληγωμένων ποδιών τους! Αυτά Σου ζητάμε, με το πνεύμα της αγάπης, από Σένα, που είσαι η Πηγή της Αγάπης και που είσαι πάντοτε το αληθινό καταφύγιο και ο φίλος όλων όσοι είναι πολύ βασανισμένοι και αναζητούν τη βοήθειά Σου με ταπεινές και συντετριμμένες καρδιές. Αμήν.”
[Ύστερα από μια παύση] “Τα έχετε προσευχηθεί όλα αυτά· αν ακόμα τα επιθυμείτε, μιλήστε! Ο απεσταλμένος του Υψίστου περιμένει.”
…
Πιστεύτηκε αργότερα πως ο άνθρωπος αυτός ήταν τρελός, γιατί δεν υπήρχε κανένα νόημα σ’ όσα έλεγε.